ἀγκύλης

ἀγκύλης
ἀγκύλη
bend of the arm
fem gen sg (attic epic ionic)
ἀγκύλος
crooked
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Cottabe — Joueur de cottabe, v. 500 av. J. C., Metropolitan Museum of Art Le cottabe (en grec ancien κότταϐος / kóttabos étymologie obscure …   Wikipédia en Français

  • Vin — Verres de vin Le vin est une boisson alcoolisée obtenue par la fermentation du raisin, fruit des vignes (dont Vitis vinifera). En Europe, selon la définition légale, le vin est le produit obtenu exclusivement par la fermentation alcoolique,… …   Wikipédia en Français

  • έναμμα — ἔναμμα, το (Α) 1. αυτό με το οποίο προσδένουμε κάτι, δεσμός, ιμάντας («τό... ἔναμμα τῆς ἀγκύλης», Πλούτ.) 2. ένδυμα, ιμάτιο, ρούχο, σκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • εμβολαίωση — η διάνοιξη αγκύλης ή θηλειάς με εμβόλαιο …   Dictionary of Greek

  • ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της …   Dictionary of Greek

  • αγκυλωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα αγκύλης, στραβός, αγκαθωτός: Πήρε και σύρμα αγκυλωτό για την περίφραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”